- αίθυγμα
- αἴθυγμα, το (Α) [αἰθύσσω]σπίθα, λάμψη, λαμπρότητα, φεγγοβολώ (και μτφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἴθυγμα — gleam neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθυγμάτων — αἴθυγμα gleam neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθύγμασι — αἴθυγμα gleam neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθύγματα — αἴθυγμα gleam neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθύγματος — αἴθυγμα gleam neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθύσσω — αἰθύσσω (Α) 1. θέτω σε βίαιη κίνηση, ανακινώ, ταράζω 2. (για φύλλα) σειέμαι, ανατριχιάζω, αναρριγώ 3. (αμτβ.) πετάω, ανεβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω εκφραστικός (λόγω τής καταλήξεως ύσσω) ενεστώτας, που χρησιμοποιείται συνήθως με μεταφορική σημασία … Dictionary of Greek